Αυτός ο αέρας είναι καλοκαιρινός! Δεν το καταλαβαίνεις με την πρώτη, σε τρυπά εύκολα, σε κρυώνει απλά, σε εξαφανίζει αν θέλει! Είναι παράξενος, σαν μια ψυχή ερχόμενη από το πουθενά, σε πλημμυρίζει περίεργα αισθήματα, αν τον ακούς, αν τον νιώθεις στην σάρκα σου, στην ψυχή σου... Τις νύχτες αυτές -τις λίγες- βγαίνω στο σκοτάδι και τον αφήνω να με χαστουκίζει στο πρόσωπο, με δροσίζει, με ξυπνά, με κάνει να σκέφτομαι πάλι τα ίδια, ξέρεις, αυτά που σκέφτεσαι και συ, και δεν τα λες σε κανέναν... μην αλλάξει το κατεστημένο, μην ξεφύγει η βελόνα από τα αυλάκια του παλιού δίσκου, και ακούσεις την μουσική γρατζουνισμένη και με παραμόρφωση! Αυτές οι μέρες και οι νύχτες με τον αέρα τον ψυχρό μέσα στο Μαγιάτικο τοπίο με συναρπάζουν, ξεχνάω τις λεπίδες που κόβουν τις σάρκες μας, το αίμα που ρέει άφθονο και ζεστό γύρω μου, τις κακίες μας, τον φθόνο και το μίσος μεταξύ μας, και φεύγω, ταξιδεύω... Χάνομαι σε ένα νησί απόμακρο, άγνωστο, ερημικό, με δυο τρεις ζωντανούς ανθρώπους, ψυχούλες που ταίριαξαν με τα χνώτα μου, με λαμπερό βλέμμα και μάτια που λαμπυρίζουν στο πορτοκαλί σούρουπο... εκεί ο αέρας είναι καθαρός, με τυλίγει σαν χάδι γυναίκας που λατρεύω, σαν κρασί από σταφύλι κομμένο με πάθος σαν τη ζωή μου, αυτή που έχω καλά κρυμμένη μέσα μου, μην μου την τραυματίσουν τα όρνεα, και τα ερπετά... Περπατώ στην απέραντη άμμο, καστανόξανθη, φωτεινή, αυτή που έχει την μυρωδιά του ούζου και της λεμονιάς, και βυθίζομαι στην λευκή θάλασσα δίχως ανάδυση, δίχως επιστροφή! Ακούω την δύναμη της σιωπής και το κύμα που σκάει στα λευκά σου πόδια, δίπλα στα δικά μου τα μάτια που αχόρταγα τα θαυμάζουν... Βλέπω τα αστέρια που πέφτουν και μετρώ τα όνειρα και τις επιθυμίες μου τραγουδώντας τα, αναθεωρώντας τα, απελευθερώνοντας τα! Και ο χρόνος κυλά, αμείλικτος, μόνο μια στιγμή παγώνει για λίγο, ο αέρας με ανατριχιάζει, με εξοστρακίζει στην άβυσσο, την αιώνια κόλαση μου, τον χαμένο μας παράδεισο... Με συνθλίβει ο αιώνας μου, ο χορός του θανάτου γίνεται θηλιά στην αγχόνη της καθημερινότητας, οι κραυγές αντηχούν στον πλανήτη, σαν ετούτο τον πόνο δεν έχει η πλάση όλη, είναι σαν να μην γεννήθηκα ποτέ, ίσως δεν έπρεπε να γίνει αυτό, η πορεία μου ένας απέραντος Γολγοθάς και το τέλος χαράζει διάδρομο διαφυγής... Δεν ξέρει κανένας το τέλος, κανείς δεν θα μιλήσει για αυτό από πριν, δεν βλέπει κανένας το φως, δεν νιώθει καν την ζωή του, δεν έχει κανένας ελπίδα, ακόμα και συ εκεί έξω...στο φως... Κοιτάζοντας από το μπαλκόνι στο ημίφως του βρώμικου δρόμου αφήνω την σάρκα μου να την διαπεράσει ο αέρας, τι κρίμα που κρατάει μόνο στιγμές... λίγες ώρες, δυο τρεις μέρες...
"under the wind" γ.κ. © 15/5/14
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου